- πολυεστέρας
- ο, Ν(χημ. τεχνολ.)1. συν. στον πληθ. οι πολυεστέρεςσυνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων, που παράγονται με ποικίλες αντιδράσεις, όπως είναι η πολυσυμπύκνωση μιας δισθενούς αλκοόλης με ένα δικαρβονικό οξύ, η πολυσυμπύκνωση ενός διεστέρα με μια διόλη και ο πολυμερισμός με διάνοιξη δακτυλίου2. φρ. α) «κορεσμένοι αλειφατικοί πολυεστέρες»χημ. πολυεστέρες που προέρχονται από την πολυεστεροποίηση μιγμάτων συνήθως διαφόρων διολών, αλλά και τριολών και τετρολών, με ποικιλία δικαρβονικών οξέων ή παραγώγων τους και χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καλλυντικών μέσων επικαλύψεως, στιλβωτικών υλικών και πλαστικοποιητώνβ) «ακόρεστοι πολυεστέρες»χημ. πολυεστέρες που προέρχονται από την πολύ συμπύκνωση διαφόρων διολών με μίγματα κορεσμένων, ακόρεστων και κυρίως αρωματικών δικαρβονικών εστέρων ή παραγώγων τους και χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κυματοειδών πλαστικών πλακών, σωληνώσεων μεγάλων διαμέτρων, δοχείων αποθήκευσης κρασιού και δεξαμενών για τη μεταφορά υγρώνγ) «αρωματικοί πολυεστέρες»χημ. πολυεστέρες που έχουν ως κύριο εκπρόσωπο τους τον πολυεστέρα τού τερεφθαλικού οξέος με την αιθυλενογλυκόλη ή πολυαιθυλενοτερεφθαλικό εστέρα, καθώς και ο πολυεστέρας τού τερεφθαλικού οξέος με τη βουτανοδιόλη, οι οποίοι παρουσιάζουν εξαιρετικές ιδιότητες και έχουν πολλές εφαρμογές.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. polyester(s) < poly- (< πολυ-*) + ester «εστέρας»].
Dictionary of Greek. 2013.